ουρηθρίτιδα

ουρηθρίτιδα
[-ίτις (-ιδος)] η мед. уретрит, воспаление мочевого канала

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ουρηθρίτιδα" в других словарях:

  • ουρηθρίτιδα — η ιατρ. βακτηριακή ή ιογενής μόλυνση και φλεγμονή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethritis (< ουρήθρα + επίθημα ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»